- προσίκτωρ
- -ορος, ὁ, Α [προσικνοῡμαι]1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.)2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσίκτωρ — one that comes to a temple masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίκτορες — προσίκτωρ one that comes to a temple masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίκτορος — προσίκτωρ one that comes to a temple masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίκτης — ὁ, Α [προσικνοῡμαι] προσίκτωρ* … Dictionary of Greek